- συντομεύομαι
- συντομεύομαι, συντομεύτηκα και συντομεύθηκα, συντομευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κονταίνω — και κοντένω (Μ κονταίνω) 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι πιο κοντό, βραχύνω («πρέπει να κοντύνεις το παντελόνι σου, γιατί τό πατάς») β) λιγοστεύω ή περιορίζω κάτι 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πιο κοντός («έπλυνα την μπλούζα και κόντυνε») β) λιγοστεύω, μειώνομαι… … Dictionary of Greek